- φρυγανίζω
- φρυγανίζω, φρυγάνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φρυγανίζω — ΝΜΑ, και φρυγανιάζω Ν [φρύγανον] νεοελλ. 1. ψήνω φέτες ψωμί, κάνω φρυγανιές 2. (ως αμτβ. στον τ. φρυγανιάζω) ξηραίνομαι μσν. αρχ. μαζεύω φρύγανα για καύση … Dictionary of Greek
φρυγανίζω — φρυγάνισα, φρυγανίστηκα, φρυγανισμένος, ψήνω ελαφρά φέτες ψωμιού σε φωτιά, κάνω φρυγανιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρυγανίζειν — φρυγανίζω gather firewood pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγάνισμα — το, Ν [φρυγανιζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρυγανίζω … Dictionary of Greek
φρυγανισμός — ὁ, Α η ενέργεια τού φρυγανίζω, η συλλογή φρυγάνων ή ξερών καυσόξυλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. ισμός*. Το ρ. φρυγανίζω είναι μτγν.] … Dictionary of Greek
φρυγανιζόμενον — φρυγανίζομαι pres part mp masc acc sg φρυγανίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg φρυγανίζω gather firewood pres part mp masc acc sg φρυγανίζω gather firewood pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφρύττω — ἐκφρύττω (Α) φρυγανίζω εντελώς, κατακαίω … Dictionary of Greek
εμφρύγω — ἐμφρύγω και ἐμφρύττω (Α) 1. φρύγω, φρυγανιζω μέσα σε κάτι, ξεροτηγανίζω 2. μέσ. ἐμφρύγομαι ξεροψήνομαι, ξεροτηγανίζομαι, φρυγανίζομαι … Dictionary of Greek
παξιμαδιάζω — [παξιμάδι] 1. φρυγανίζω το ψωμί για να γίνει παξιμάδι 2. (αμτβ.) γίνομαι σκληρός σαν παξιμάδι 3. μτφ. (για πρόσ.) απισχναίνομαι, αδυνατίζω … Dictionary of Greek
παραφρυγανίζω — Α (κυρίως το μέσ.) παραφρυγανίζομαι ανυψώνω τις όχθες ενός οχετού συσσωρεύοντας φρύγανα και χώμα, ενισχύω το πρόχωμα μιας διώρυγας με πλέγμα ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρυγανίζω «καίω»] … Dictionary of Greek